τουρλώνω

τουρλώνω
και τρουλώνω Ν [τούρλα]
1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό
2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;»)
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, -η, -ο
αυτός που προβάλλει, που προεξέχει σαν σφαίρα, φουσκωτός («τουρλωμένος πισινός»)
4. φρ. «τήν τούρλωσα»
(ενν. την κοιλιά) έφαγα πολύ και φούσκωσα, έφαγα χορταστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τουρλώνω — τουρλώνω, τούρλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τουρλώνω — τούρλωσα, τουρλώθηκα, τουρλωμένος 1. κάνω κάτι να εξέχει σε σχήμα τούρλας: Τούρλωσε τις κοπριές στο χωράφι. 2. εξογκώνω, φουσκώνω: Τουρλώνει την κοιλιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τούρλωμα — το, Ν [τουρλώνω] το να τουρλώνει κάτι, η πράξη και το αποτέλεσμα τού τουρλώνω …   Dictionary of Greek

  • τουρλωτός — ή, ό, Ν [τουρλώνω] 1. φουσκωτός, εξογκωμένος 2. αυτός που προεξέχει. επίρρ... τουρλωτά Ν με τρόπο που να προεξέχει κάτι …   Dictionary of Greek

  • τρουλ(λ)ώνω — Ν βλ. τουρλώνω …   Dictionary of Greek

  • τρουλώνω — βλ. τουρλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”