- τουρλώνω
- και τρουλώνω Ν [τούρλα]1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;»)3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, -η, -οαυτός που προβάλλει, που προεξέχει σαν σφαίρα, φουσκωτός («τουρλωμένος πισινός»)4. φρ. «τήν τούρλωσα»(ενν. την κοιλιά) έφαγα πολύ και φούσκωσα, έφαγα χορταστικά.
Dictionary of Greek. 2013.